Τρίτη, Ιουλίου 12, 2011

Με τα μάτια του παιδιού

Μελετώντας επισταμένα τον Παπαδιαμάντη, ξεχνάμε συχνά το αυτονόητο. Ήταν ένας θαυμάσιος αφηγητής. Έτσι τον γνώρισα παιδί, σαν παραμυθά που μου έλεγε ωραίες ιστορίες. Οι ήρωές του έγιναν οικεία πρόσωπα: Ο Μπάρμπα Διόμας με την βάρκα του την «Υπηρέτρα», ο Γιάννης ο Παλούκας από της «Κοκκώνας το σπίτι», ο Γιαννιός στην «Μαυρομαντηλού», η θεια Αχτίτσα (με τον Γέρο και την Πατρώνα) από την «Σταχομαζώχτρα», ο Γιάννης ο Κούτρης από την «Αγία Αναστασά», ο Παπά- Φραγκούλης,  («Ο Χριστός στο Κάστρο»), ο Φάλκος στα «Κρούσματα».
Φάνταζαν σαν εξωτικοί όλοι αυτοί οι νησιώτες, οι χωριανοί, με τα παρατσούκλια και τα παράξενα ονόματα, για ένα παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, δεν είχε ακόμα δει την θάλασσα (ήταν τόσο απόμακρη στην Κατοχή!).  
Πρέπει να ήμουν 5-6 ετών όταν μου χάρισαν ένα βιβλίο (το θυμάμαι, πανόδετο με καφέ εξώφυλλο). Νομίζω πως ονομαζόταν: «Τα παιδικά» και ήταν διηγήματα του Παπαδιαμάντη διασκευασμένα από τη Γεωργία Ταρσούλη. Διάβαζα ήδη άνετα πριν πάω στο δημοτικό (νηπιαγωγεία τότε δεν υπήρχαν) και καταβρόχθιζα οτιδήποτε τυπωμένο κυκλοφορούσε στο σπίτι.
Μάλιστα επειδή τα περισσότερα έντυπα που κυκλοφορούσαν γύρω μου ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα (τα νομικά και οι επιθεωρήσεις του πατέρα,  η καθημερινή εφημερίδα, ο Ιούλιος Βερν στις εκδόσεις Σιδέρη) έμαθα πολύ μικρός να διαβάζω και καθαρεύουσα. Έτσι όταν λίγο αργότερα βρήκα στην πατρική βιβλιοθήκη το πρώτο βιβλίο του Παπαδιαμάντη στο πρωτότυπο (το έχω ακόμα: «Πασχαλινά Διηγήματα» εκδότης Ηλ. Ν. Δικαίος, εν Αθήναις, 1918) ήμουν έτοιμος γι αυτό.
(Γλωσσικά παράδοξα: Διάβασα – και σχεδόν αποστήθισα – ολόκληρο τον Ιούλιο Βερν στις υπερρεαλιστικά καθαρευουσιάνικες μεταφράσεις του Σιδέρη. Όταν αργότερα τον συνάντησα στην δημοτική, μου φάνηκε φτωχός. Ακόμα και τα γαλλικά πρωτότυπα δεν είχαν την λάμψη της «Εμπειρίκιας» διαλέκτου. Αντίθετα, βέβαια, ο Παπαδιαμάντης κέρδισε όταν τον βρήκα στο πρωτότυπο).
Η αναφορά μου στον «παιδικό» Παπαδιαμάντη γίνεται για να εστιάσω στην αφηγηματική του δεξιότητα. Ένα παιδί είναι ο πιο δύσκολος αναγνώστης, ο πιο αυστηρός και αδιάψευστος κριτής μίας αφήγησης. Αν δεν είναι ζωντανή, συναρπαστική με δυνατούς χαρακτήρες και ενδιαφέρουσα πλοκή, το βιβλίο μένει στη μέση. Κι όταν βρίσκεται στο ίδιο ράφι με το «Νησί των Θησαυρών», τον «Ιβανόη» ή την «Μυστηριώδη Νήσο», πρέπει να έχει πολύ έντονη παρουσία για να αντέξει στον ανταγωνισμό.
Το ότι λοιπόν τα «Παιδικά» έγιναν αγαπημένο βιβλίο, το ότι ακόμα θυμάμαι τις πρώτες εντυπώσεις που μου άφησε η συνάντηση με τους ήρωες και τις ιστορίες τους, είναι για μένα κριτήριο. Φυσικά η ωραία αφήγηση δεν είναι η μόνη, ίσως ούτε η σημαντικότερη αρετή του Παπαδιαμάντη. Αλλά είναι η βάση στην οποία ακουμπάνε όλες οι άλλες, το θεμέλιο επάνω στο οποίο οικοδομείται ο ποιητικός και ερωτικός λόγος, η μυστική και μεταφυσική   εμπειρία, η ποιότητα και η ενάργεια.
Θα έλεγα μάλιστα πως η περίτεχνη γλώσσα του Παπαδιαμάντη κερδίζει την προσοχή του αναγνώστη, τον παρασύρει και τον γοητεύει, έτσι που να ξεχνάει πως όλη αυτή η τέχνη στηρίζεται σε ένα στέρεο ικρίωμα πλοκής και χαρακτήρων. Μερικές φορές μου θυμίζει αρχιτεκτονήματα του μπαρόκ – των οποίων η επιζωγραφισμένη και διακοσμημένη επιφάνεια κρύβει την στέρεη δομή. Και μόνο στην κατάληξη του διηγήματος, όπου επέρχεται πάντα μία κάθαρση – τραγική ή και κωμική – συνειδητοποιεί ο αναγνώστης τον μύθο που τον οδήγησε ως εδώ.
Ο Παπαδιαμάντης κατάφερε να ξεπεράσει τον σκόπελο της ηθογραφίας (που τόσο εύστοχα σατιρίζει ο Ροΐδης, ο οποίος είχε σιχαθεί: «τας στάνας, τας στρούγγας, τα λημέρια, τας φλογέρας, τους κολλήγους, τους λεβέντηδες, τας ζηλεμένας κόρας, τα μοιρολόγια, τα ασημοχρύσαφα και τους κερατισμούς των τράγων») όχι μόνο χάρη στην ποιητική του δύναμη, αλλά και στην σωστή δομή των αφηγήσεών του. Πολλά από τα σύντομα διηγήματά του έχουν την καίρια αποτελεσματικότητα ενός Τσέχοφ.
Φαντάζομαι ότι οι μελετητές του έργου του έχουν ασχοληθεί περισσότερο με τις αφηγηματικές του τεχνικές. Εγώ ήθελα, εβδομήντα χρόνια μετά, να καταθέσω τον θαυμασμό ενός παιδιού που αγάπησε αυτές τις ιστορίες.  

_______________________________________

Δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού "Δέντρο".