Κυριακή, Ιανουαρίου 22, 2012

Πονόδοντος

Αγόριανη, πριν μία εβδομάδα. Έτσι νιώθω τώρα...νεύρα σαν τα κλαδιά.
     
        -          Τι κάνεις;

-          Χάλια. Αφόρητος πονόδοντος.

-          Κακό αυτό. Πήγες στον οδοντίατρο;

-          Εξετάσεις, ακτινογραφίες, αντιβιοτικά, παυσίπονα και βλέπουμε. Δύσκολο μέλλον.

-          Τι θα γράψεις στην επόμενη LiFO. Πάλι για την κρίση;

-          Σίγουρα όχι. Δεν νομίζω ότι έχω κάτι να προσθέσω. Ευτυχώς ένας καλός φίλος μου έστειλε ένα ωραίο γράμμα – ίσως δημοσιεύσω αυτό. Γιατί εγώ τώρα μόνο για τον πονόδοντο μπορώ να γράψω. Με τρομάζει. Νιώθω πως η αποδόμηση του σώματός μου άρχισε από τα δόντια.

-          Έχεις προσέξει πώς ένας πονόδοντος αλλάζει την ιεράρχηση όλων των πραγμάτων; Τίποτα δεν έχει πια σημασία μπροστά σε αυτό το τρυπάνι που διαπερνά το κρανίο σου.

-          Ακριβώς. Τον συνιστώ ως μέθοδο θεραπείας όλων των άλλων δεινών: ποια κρίση, ποια ερωτική απογοήτευση, ποιο πέναλτι; Τίποτα δεν αντέχει τη σύγκριση.

-          Περαστικά!

-          Πάω να πάρω κανένα παυσίπονο – αν και δεν ωφελούν σε αυτόν τον πόνο.
Το τηλέφωνο έκλεισε. Πήρα το χάπι και προσπάθησα να χαλαρώσω. Ξέρω γιατί τρέμω τους οδοντίατρους – τραύμα της παιδικής ηλικίας. Τέτοιο που ακόμα με παραλύει. Υποφέρω διπλά: μία από το δόντι και μία από το φόβο.

Σκέφθηκα πάλι αυτό που είπε ο συνομιλητής μου στο τηλέφωνο. Ένας πονόδοντος αλλάζει την πρόσληψη του κόσμου. Όταν η σκέψη σου δεν μπορεί να φτάσει πέρα από την γνάθο, διαμορφώνεται μια άλλη αντίληψη. Συνήθως εγωιστική – κλείνεσαι μέσα στο άλγος σου. Αλλά μερικές φορές σε ευαισθητοποιεί στον πόνο των άλλων.  Ίσως να ήταν σωστό η εικόνα των πραγμάτων να περνούσε μέσα από ένα τέτοιο φίλτρο.  

Πάντων μέτρον πόνος. Όχι απαραίτητα ο δικός μας. «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» που έγραφε ο Καρυωτάκης. (Και η πείνα, πόνος είναι).

Κι όταν μιλάμε για πολιτική, για οικονομία, για κοινωνία, θα έπρεπε να έχουμε ένα «πονόμετρο» να μετράμε πόση οδύνη επιφέρει σε πόσους κάθε μας σκέψη.

Αυτά μου υπαγόρευσε ο σκληρός μου πονόδοντος, μαζί με την αίσθηση ότι συντρίβεται το σαγόνι μου. Έκλεισα τον υπολογιστή και πήγα να ξαπλώσω.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2012

Το Σατανάκι έγινε αγγελάκι









Ήταν μία μικρόσωμη γάτα. Όταν την πρωτοείδαμε νομίσαμε πως ήταν γατάκι – αλλά δεν μεγάλωσε. Μπορεί να ήταν ήδη τριών ή πέντε ετών. Την φέραμε από τα Κιούρκα στο Ψυχικό και έμεινε μαζί μας εννιά χρόνια. Ποτέ δεν μάθαμε την πραγματική της ηλικία.

Όσο μπόι της έλειπε, τόσο τσαγανό διέθετε. Θυμάμαι όταν την πρωτοείδα: είχε κυνηγήσει έναν γάτο τρεις φορές σαν κι αυτήν και τον είχε ανεβάσει σε δέντρο. Ήταν δυναμική, επίμονη και ατρόμητη. Από όλες τις γάτες της ζωής μου καμιά δεν είχε τόσο έντονη προσωπικότητα.

Ήταν βέβαια και διάολος. Κανένα στυλό, κανένα ρολόι, κανένα κινητό δεν ήταν ασφαλές. Το κοιτούσε επίμονα, το μάτι της γυάλιζε και σε ένα δευτερόλεπτο έκανε με αυτό ό,τι ο Μέσι με την μπάλα. Όταν κατάφερε να βγάλει όλα τα βύσματα πίσω από το στερεοφωνικό, κέρδισε επαξίως το όνομα της: Σατανάκι.

Κι όμως ήταν η πιο τρυφερή γάτα. Όταν δεν έκανε διαολιές (και όσο γερνούσε έκανε λιγότερες) ήθελε οπωσδήποτε αγκαλιά. Δέκα φορές να την κατέβαζες – δέκα θα ξαναπήδαγε επάνω σου. Γουργούριζε τόσο δυνατά που ακουγόταν και δίπλα.

Επίσης ήταν μηντιακή. Όποτε έδινα συνέντευξη βρισκόταν στο πρώτο πλάνο. Θα την δείτε και στο Facebook, στην φωτογραφία μου (από ρεπορτάζ). Είχε εμφανιστεί σε όλα τα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα. Μία συνέντευξη στο BBC συνοδεύτηκε από το γουργουρητό της – η γατόφιλη δημοσιογράφος μου απαγόρευσε να την διώξω και εξήγησε στο κοινό τι άκουγε.

Με τούτα και με κείνα έγινε διάσημη, απέκτησε και δικό της blog (satanaki.blogspot.com) και πολλούς θαυμαστές. Αλλά παρόλα αυτά η καλύτερή της ήταν όταν βλέπαμε τηλεόραση κι αυτή μεταφερόταν από την μία αγκαλιά στην άλλη.

Πριν μία ώρα, το Σατανάκι έφυγε από νεφρική ανεπάρκεια. Δεν ξέρω τώρα πώς θα ξαναδούμε τηλεόραση τα βράδια.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13, 2012

Σάββατο, Ιανουαρίου 07, 2012

Σώτης Εγκώμιον








Έχω χρόνια που θέλω να γράψω για την Σώτη Τριανταφύλλου. Της το χρωστάω γιατί μου έχει χαρίσει πολλή αναγνωστική ηδονή – περισσότερη από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο Έλληνα συγγραφέα. Της το χρωστάω ακόμα για έναν άλλο λόγο: μία αίσθηση αδικίας απέναντί της. Διαβάζω κατεβατά επαίνων για διάφορους συγγραφείς (συνήθως ασήμαντους) – και σπάνια μία καλή κουβέντα για την Σώτη. Τώρα που τέλειωσα το τελευταίο της βιβλίο («Για την αγάπη της γεωμετρίας») μπορώ να εξοφλήσω ένα μικρό μέρος από το χρέος μου.

Την έχω συναντήσει δυο-τρεις φορές, δεν έχουμε μιλήσει ποτέ όσο θα ήθελα, δεν μπορώ να πω ότι την ξέρω πέρα και έξω από τα βιβλία της. Ωστόσο τα κείμενά της είναι δυνατός καθρέφτης του εαυτού της. Έχοντάς τα διαβάσει όλα, την γνωρίζω αρκετά καλά.
Έχουμε πολλά κοινά με την Σώτη: το γεγονός ότι ζούμε, σκεφτόμαστε και γράφουμε σε πολλές γλώσσες, ότι έχουμε καταπιεί βιβλιοθήκες, ότι έχουμε πάθος με την ελευθερία. Είμαστε και οι δύο άθεοι, ανένταχτοι, κοσμοπολίτες. Αγαπάμε τα αυτοκίνητα, την τεχνολογία και πάνω από όλα την μουσική.

Αλλά σε κάτι υπερέχει η Σώτη, μίλια πιο ψηλά: είναι παραμυθού, πλέκει ιστορίες, αφηγείται, χτίζει ατμόσφαιρα, καταστάσεις, χαρακτήρες, κόσμους ολόκληρους. Σε ταξιδεύει σε χώρο και σε χρόνο: στο Μπρονξ, στην παλιά Μεσευρώπη, την Αφρική, την Βικτωριανή Αγγλία, το ελληνικό χωριό του εμφύλιου.
Κανένας Έλληνας συγγραφέας δεν διαθέτει το εύρος της γνώσης και της φαντασίας της. Κανένας δεν μας έχει δώσει μυθιστορήματα τόσο ολοκληρωμένα  (και διαφορετικά) όσο το «Άλμπατρος» και το «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης». Κανένας δεν έχει αντιμετωπίσει την ζωή και τον εαυτό του με τόση σπαρακτική ειλικρίνεια όσο η ίδια στα τελευταία βιβλία της «Ο Χρόνος πάλι» και «Για την αγάπη της γεωμετρίας».

Και το πιο σημαντικό: τα βιβλία της διαβάζονται, είναι συναρπαστικά, σε κερδίζουν αμέσως. Έχοντας αφήσει στη μέση (ποια μέση; στις 30 πρώτες σελίδες!) τα περισσότερα συγκαιρινά ελληνικά μυθιστορήματα, θεωρώ την αναγνωσιμότητα ως απόλυτη προϋπόθεση της όποιας λογοτεχνικής αξίας. Τι να την κάνω την πιο περίτεχνη περιγραφή, την πιο περισπούδαστη αφήγηση, όταν καλύπτεται από πέπλο αδιαπέραστης ανίας…
Μέσα στον αφόρητα επαρχιακό τόνο της ελληνικής πεζογραφίας, η Σώτη ξεχωρίζει σαν την μύγα μες το γάλα. Πράγμα που φυσικά δεν της συγχωρεί κανένας. Όχι μόνο δεν έχει εισπράξει την αναγνώριση που της αξίζει, αλλά σνομπάρεται ως σνομπ, ψηλομύτα, ελιτίστρια, κλπ. Έχει βέβαια φανατικούς αναγνώστες – αλλά οι «πνευματικοί άνθρωποι» την κρατάνε σε απόσταση ασφαλείας. Ας μην ξεχνάμε ότι έχει γράψει καυστικά σχόλια για την Ελληνική Αριστερά και αυτό είναι έγκλημα καθοσιώσεως, ακόμα και για τους μη αριστερούς. Η Αριστερά είναι ταμπού και όταν διαφωνούμε μαζί της (που δεν είθισται), πρέπει να το κάνουμε με το γάντι. Η Σώτη δεν τήρησε τον κανόνα.

Μας είναι αδύνατον στην Ελλάδα να αποδεχθούμε έναν άνθρωπο ανεξάρτητο, που μας ξεπερνάει δύο κεφάλια. Η Σώτη δεν κάνει την έξυπνη – είναι έξυπνη. (Υπερβολικά ίσως). Δεν παριστάνει την μορφωμένη – είναι (ακόμα πιο υπερβολικά). Κι έχει αναμφισβήτητο τάλαντο. Άλλες χώρες θα ήταν περήφανες να έχουν μία τέτοια συγγραφέα. Εμείς μερικές φορές κάνουμε σαν να ντρεπόμαστε γι αυτήν…