Πέμπτη, Απριλίου 26, 2012

Κι άλλο υστερόγραφο






Απελπισία με πιάνει! Εκατοντάδες (ίσως και χιλιάδες) σκόρπια κείμενα, σημειώσεις,  σπαράγματα χαμένα μέσα σε δεκαετίες δουλειάς… Τόσα, που τα ξεχνάω και ο ίδιος – και όταν βρεθώ μπροστά τους τα αντιμετωπίζω σαν ξένα. Πώς θα επιβιώσουν μέσα στο πέλαγος της γραφής που τώρα έγινε ο ωκεανός του Διαδικτύου;.

Με αφορμή το κείμενο του ληστή και την υπόμνηση του ορθολογισμού, φίλος αναγνώστης από την Σύρο έψαξε και βρήκε ένα από τα «Επίκαιρα» του ndimou.gr. Δεν το θυμόμουν. Βέβαια παρόμοιες ιδέες έχω διατυπώσει και αλλού (π. χ. στην κατακλείδα του βιβλίου μου: «Το Απόλυτο και το Τάβλι»). Αλλά εδώ εκφράζονται σύντομα και πολύ περιεκτικά. Το προσθέτω λοιπόν σαν υστερόγραφο:

Περί ορθολογισμού

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

Διαβάζοντας το χθεσινό «Επίκαιρο» περί Θεού, ένας αναγνώστης μου έγραψε: «Πάντα ορθολογιστής».

Ορθολογιστής, ο άνθρωπος που έχει γράψει το Βιβλίο των Γάτων, το Ημερολόγιο του Καύσωνα και τις Κομμένες Λέξεις;

Και βέβαια όχι.

Η παρεξήγηση είναι βέβαια βαθειά ριζωμένη. Ως και ο Δημοσθένης  Κούρτοβικ, κορυφαίος Έλληνας κριτικός (και ο μόνος που έχει ασχοληθεί, κατά καιρούς, με βιβλία μου) με χαρακτήρισε  πριν από εβδομάδες (γράφοντας για άλλον) «οργανωμένο και συμπαγή ορθολογιστή». Προσθέτοντας ότι «η ιδεολογική συνέπεια… κάνει την κριτική σκέψη προβλέψιμη και, όχι σπάνια, άκαμπτη μέχρις αναισθησίας».

Πολλοί δεν κατανοούν πως ο ορθολογισμός είναι απαραίτητος για να σε οδηγήσει στα όρια και την υπέρβασή του. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει από τον ορθολογισμό – αλλά και κανείς χωρίς αυτόν.

 Ο ορθολογισμός για μένα ορίζει τα όρια της δημόσιας σκέψης, γνώσης και πράξης. Αυτής που μοιράζεται και ρυθμίζει (ή θα έπρεπε να) την κοινωνική ζωή μας. Η επιστήμη, η γνώση, η τεχνολογία.  Είναι ο ΚΟΚ, ο σεβασμός του άλλου, η κατηγορική προσταγή του Καντ. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι νόμοι, οι κανόνες. Χωρίς αυτά δεν μπορούμε να ζήσουμε. Είναι η «ελευθερία από».

Αλλά μόνο με αυτά, πάλι δεν μπορούμε να ζήσουμε. Ζούμε με ότι βρίσκεται πέρα από τον ορθολογισμό: την αγάπη, την ομορφιά, την πίστη. Την τέχνη, το συναίσθημα, την θρησκεία. Αυτά μας γεμίζουν. Είναι τα περιεχόμενα του ιδιωτικού μας χώρου. Τα οποία όμως προϋποθέτουν την ύπαρξη του δημόσιου ορθολογισμού για να λειτουργήσουν ανεμπόδιστα. Είναι η «ελευθερία προς».

Ανορθολογισμός υπάρχει όταν ο ιδιωτικός χώρος ξεχύνεται στον δημόσιο. Όταν το πάθος μου δεν σέβεται την ελευθερία του άλλου. Όταν η δική μου πίστη πρέπει να επιβληθεί στους άλλους.

Συμπερασματικά: είμαι ορθολογιστής, για να μπορώ να μην είμαι.  Οι μεγάλοι ποιητές που γνώρισα, από τον Ελύτη ως την Δημουλά, ήταν ορθολογιστές στην ζωή, για να μην είναι στην ποίηση.

_________________________________________

Είναι "ορθολογικές" οι μαργαρίτες που φωτογράφησα προχθές στο χωράφι; Όχι βέβαια - και γι αυτό είναι ωραίες.






Δευτέρα, Απριλίου 09, 2012

Η απορία του ληστή


Από μικρό παιδί, όταν άκουγα τα Ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης ένιωθα συμπάθεια για τον αντιπαθέστερο ληστή. Όχι εκείνον που είπε το περίφημο “Μνήσθητί μου Κύριε…”, αλλά τον άλλο που “εβλασφήμει... λέγων: ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς”.
Αυτόν δεν τον πήρε μαζί του ο Ιησούς στον Παράδεισο, όπως τον πιο θεοφοβούμενο ομότεχνό του (“...σήμερον μετ'εμού έση εν τώ παραδείσω”). Τότε έβρισκα άδικη αυτή την προτίμηση. Γιατί να μην αξιωθεί κι ο άλλος αμαρτωλός την σωτηρία; Έστω κι αν είχε “βλασφημήσει”. (Πού; Πώς; Κι αυτό μου φαινόταν ασαφές.)

Δεν ξέρω πόσο καλά θυμόσαστε τη σκηνή (Λουκ. κγ' 39-44): Στον “Κρανίου Τόπον” σταυρώνεται ο Ιησούς, μαζί του και οι δύο “κακούργοι”. “Ον μεν εκ δεξιών ον δε εξ αριστερών”. Ο πρώτος κάνει τη βλάσφημη ερώτηση. Ο δεύτερος τον επιπλήττει: “Ουδέ φοβεί συ τον Θεόν;...”. Εμείς, συνεχίζει, δίκαια τιμωρούμεθα “ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξε.” Και, στρεφόμενος προς τον Ιησού: “Μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου”.

Τώρα, μετά τόσα χρόνια, μπόρεσα να εντοπίσω την δυσφορία μου. Ο “βλάσφημος” ληστής, με την ωμή, πραγματιστική απορία του, εκφράζει κάτι πολύ ανθρώπινο: τον ορθό λόγο. Τιμωρείται επειδή σκέπτεται λογικά - με τον τρόπο δηλαδή που είμαστε προγραμματισμένοι να λογιζόμαστε.

Γιατί, όσο κι αν φαίνεται αφελής η ερώτησή του, δεν παύει να είναι ακλόνητα λογική. Δεν αρνήθηκε, ούτε καν αμφισβήτησε την θεότητα του Ιησού. Την έθεσε σε απορητική δοκιμασία. (Αν...) Η βλασφημία του ήταν ότι δεν μπόρεσε να δεχθεί σαν δεδομένο το απίθανο - το ότι σταυρώνεται δίπλα του ο Υιός του Θεού!

Αν μάλιστα προεκτείνει κανείς περισσότερο την απορία του ληστή, μπορεί να περιλάβει όλο το “παράδοξο” (που θα έλεγε ο Kierkergaard) ή το “παράλογο” (absurdum, Τερτουλλιανός) του Χριστιανισμού. Γιατί ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός έπρεπε να διαλέξει ένα τόσο έμμεσο, περίπλοκο (και παράξενο!) δρόμο για την λύτρωση του ανθρώπου;

Ενανθρώπιση, Σταύρωση, Ανάσταση - τόσα θαύματα παρά την λογικήν - κι ακόμα ο πόνος κι η οδύνη περισσεύουν!

Μπορούσε, απλούστερα, ο Ποιητής των Πάντων, να καταργήσει το Κακό στον κόσμο. Μπορούσε (να η αφελής, βλάσφημη, ευθύγραμμη λογική) να ακυρώσει την αμαρτία. Γιατί να μην είναι αυτός ο κόσμος Παράδεισος; Τι νόημα έχει που αφήνει τον άνθρωπο να βασανίζεται; Τι εξυπηρετεί ο πόνος κι ο θάνατος αθώων; Κι αυτός ακόμα ο “κακός” ληστής, πόσο υπεύθυνος είναι για την κακία του - όταν τον έχει πλάσει μια πανάγαθη και πανίσχυρη βούληση;

Βέβαια ο ληστής, αν ήταν διανοούμενος, θα μπορούσε να πει με τον Τερτουλλιανό: “δύναμαι να το πιστέψω, επειδή είναι ανόητο (quia ineptum est)” ή “το θεωρώ σίγουρο διότι είναι αδύνατο (quod impossibile est)”. Μη ων σοφός, είπε αυτό που θα έλεγε κάθε άνθρωπος, ακολουθώντας τους νόμους της σκέψης. Είπε (κι αυτό μέσα στον πόνο, στο μαρτύριό του): “Αν είσαι ο εκλεκτός, τότε σώσε τον εαυτό σου και μας”. Και για αυτή του τη σκέψη, δεν αξιώθηκε τον Παράδεισο.

Ίσως ξενίζει που ονομάζω αυτόν τον άξεστο άνθρωπο ορθολογιστή. Όμως η πρόταση “αν... τότε” βρίσκεται στη βάση κάθε ανθρώπινης συλλογιστικής και επιστήμης. Η (όποια) θεωρία ξεκινάει με μία υπόθεση (αν) και ολοκληρώνεται με κάποια δοκιμή (τότε). Ο ληστής, όπως κι ο άλλος ορθολογιστής, ο Θωμάς, γύρευε κάποια απόδειξη. (Αν και, μέσα στο μαρτύριό του, μπορεί ακόμα περισσότερο να ζητούσε μια σωτηρία.)

Θαυμάζω αυτούς που, σαν τον καλό ληστή, πιστεύουν στο απίθανο χωρίς τεκμήρια. Πολλές φορές λυπάμαι που δεν μπορώ να τους ακολουθήσω. Θα ήταν σίγουρα πολύ πιο άνετη μία ζωή χωρίς τον καταναγκασμό της λογικής. Αλίμονο - όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατόρθωσα να ξεφύγω από τον κλοιό της. (Παρά μόνο στους χώρους της Τέχνης. Το δικό της Θαύμα με πείθει.)

Φυσικό λοιπόν να συμπαθώ όσους μου μοιάζουν. Σαν τον "κακό" ληστή. Φοβάμαι πως, στην θέση του, τα ίδια θα έλεγα (αν τα κατάφερνα να μιλήσω. Δεν αντέχω τον πόνο.) Έστω, θα τα σκεφτόμουνα. Και θα έχανα τον Παράδεισο.

Κι ας μην σκεφθεί κανείς πως δεν εκτιμώ το κήρυγμα της Αγάπης. Ίσα-ίσα, που είμαι φανατικός οπαδός της. Ακριβώς επειδή υπάρχει ο πόνος στον κόσμο κι επειδή είναι παράλογος (κι ο πόνος κι ο κόσμος) η αγάπη είναι η μόνη καταφυγή. Την βλέπω όμως όχι σαν δοξολόγηση της κατάστασης των πραγμάτων - αλλά σαν διαμαρτυρία εναντίον της. Γιατί αν δεν ήταν ο κόσμος άδικος και παράλογος, τι θα χρειαζόταν η αγάπη;

Και γι αυτό (επειδή πιστεύω στην αγάπη) τρέφω ακόμα την παλιά παιδική μου πεποίθηση. Πως ο Χριστός, αφού τέλειωσαν όλα, θα ξαναθυμήθηκε και τον "κακό" ληστή. Και θα τον φώναξε κοντά του, στον Παράδεισο.

(Πάσχα 1986)

__________________________________________________

Κι επειδή μου γράφουν περίεργα πράγματα για τον ορθολογισμό (φαίνεται ότι η έννοια έχει πολύ υποφέρει στον τόπο μας) υπενθυμίζω ένα κείμενό μου της 25ης Ιουνίου 2011 σε αυτό το blog:
 http://doncat.blogspot.com/2011/06/blog-post_25.html περί ορθολογισμού.