Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2018

Παλίμψηστο πατρίδων


Ο πατέρας μου καταγόταν από την Ήπειρο. Η μάνα του από την Πελοπόννησο. Υπηρέτησε στο στρατό τα χρόνια του Μικρασιατικού. Ήταν λοχίας. Ποτέ δεν μίλαγε γι αυτόν τον πόλεμο. Ήταν εθνικόφρων και βασιλόφρων. Από αντίδραση, στην εφηβεία μου, διάβαζα Μαρξ και Πλεχάνωφ. Αργότερα, στην δεκαετία του 50, έζησα τον υπαρκτό σοσιαλισμό στην Ανατολική Γερμανία και άλλαξα γνώμη.

Ο πεθερός μου ήταν Σεφαραδίτης Εβραίος από την Θεσσαλονίκη. Από αυτούς που εγκαταστάθηκαν την πόλη, όταν το 1492 τους έδιωξαν οι Ισπανοί. Γλύτωσε το Άουσβιτς πηδώντας από ένα παράθυρο δευτέρου ορόφου. Όλη του η οικογένεια χάθηκε εκεί. Αργότερα, για να νυμφευθεί, βαφτίστηκε Χριστιανός.  Θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα Μακεδόνα. «Όταν το 1911 ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε την Θεσσαλονίκη» μου έλεγε, «μόνο το 11% των κατοίκων ήταν Ελληνόφωνοι».

Η οικογένεια της μητέρας μου ήταν από την Γένοβα. Πριν πεντακόσια χρόνια, μαζί με άλλους Γενοβέζους ευγενείς, εγκαταστάθηκαν στην Χίο. Έγιναν ορθόδοξοι και Ρωμιοί. Αργότερα ένας προπάππος μου έγινε Δήμαρχος Χίου και πολλοί δρόμοι στην πόλη πήραν ονόματα προγόνων. Το 1822, με την καταστροφή της Χίου, όσοι επέζησαν, σκόρπισαν σε όλη την υφήλιο. Ένας πουλήθηκε στο σκλαβοπάζαρο της Σμύρνης σε αμερικανό πλοίαρχο και θεμελίωσε μεγάλο σόι Αμερικανών ναυάρχων. Άλλος έγινε μουσικολόγος στη Γαλλία (συνεργάτης του Ραβέλ) και άλλος ιστορικός στην Αγγλία. Ο κλάδος της μητέρας μου ήταν από τους ιδρυτές της Ερμούπολης.   

Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει πως, στην επανάσταση του 21, όταν ο Μαυροκορδάτος θέλησε να βγάλει λόγο στα πληρώματα του ελληνικού στόλου, μίλαγε αρκετή ώρα και στο τέλος ζητωκραύγασε – χωρίς καμία αντίδραση από το ακροατήριο. Όταν όμως ο Κουντουριώτης τα ξαναείπε στα αλβανικά, επικράτησε μεγάλος ενθουσιασμός.

Όσοι χρησιμοποιούν το αεροδρόμιο στα Σπάτα, γνωρίζουν άραγε τον μεγάλο Αλβανό πολέμαρχο, τον Μπούα Σπάτα, που έφτασε να γίνει αρχιστράτηγος στην Βενετία; Δική του ήταν όλη η έκταση μέχρι και την Παιανία, που την είχε δωρίσει στον γαμπρό του τον Λιόπεση. (Έτσι αποκαλούσαν την περιοχή όταν ήμουν νέος. Όλη η Αττική είχε τότε αρβανίτικα τοπωνύμια: Κριεκούκι, Μπογιάτι, Κιούρκα… Στα χρόνια της Επανάστασης κυριαρχούσαν εκεί οι Αρβανίτες). Κι έξω από την Αττική τα περισσότερα τοπωνύμια ήτανε σλάβικα. (Αυτό παραπλάνησε τον Φαλμεράγιερ και μας έβγαλε όλους Σλάβους).

Όμως, μία είναι η Ελλάδα. Τόσο ο ηπειρώτης όσο κι ο φράγκος πρόγονός μου, τόσο η αρβανίτισα προ-γιαγιά, όσο και ο Εβραίος πεθερός μου, ήταν Έλληνες. Γιατί; Διότι ένιωθαν Έλληνες. Αυτός είναι ο σύγχρονος ορισμός της εθνικής ταυτότητας, όπως τον καθορίζει το σύμφωνο της Δ.Α.Σ. Ε. (Διάσκεψη για Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη – Ελσίνκι 1972). Το έχουμε συνυπογράψει κι εμείς.

Είσαι αυτό που νιώθεις. Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σου το αμφισβητήσει. Τούρκος υπήκοος στην Πόλη, που νιώθει Έλληνας – είναι Έλληνας. Και αντίστοιχα ο Έλληνας υπήκοος στη Θράκη, που νιώθει Τούρκος.

Αλλιώς; Αλλιώς πάμε στους στίχους του Ελύτη:

«Κι η πατρίδα / μία τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές /  που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή / και δίνεις λόγο»


Το κείμενο αυτό αφιερώνεται εξαιρετικά σε όσους κατέβουν σήμερα στους δρόμους, να διαδηλώσουν γι αυτό που νιώθουν. Ας τους θυμίσουμε πως, τουλάχιστον σύμφωνα με την ταυτότητά τους, θα έπρεπε να νιώθουν πρώτα Έλληνες.